Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: διάβασμα
1 item total
διάβασμα το [δjávazma] Ο49 : 1. η ενέργεια του διαβάζω· η ανάγνωση: Aργό / γρήγορο / προσεκτικό / σωστό ~. Tο ~ της εφημερίδας / του περιοδικού. 2. η μελέτη: Έπεσε με τα μούτρα στο ~. Έχω πολύ ~ για το σχολείο. || (προφ., πληθ.): Tα διαβάσματά του τον οδήγησαν σε ριζική αλλαγή των προηγούμενων απόψεών του. 3. απαγελλία ευχής, εξορκισμός (από ιερά βιβλία): Θέλει ~ από παπά.

[διαβασ- (διαβάζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go