Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δεκα- [δeka] & δεκ- [δek], σπάνια όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] & δεκά- [δeká] ή δέκ- [δék], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το απόλυτο αριθμητικό δέκα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι επαναλαμβάνεται δέκα φορές η έννοια ή το στοιχείο που εκφράζει το β' συνθετικό: δεκάγωνος, δεκάκλινος, δεκάμετρος, δεκάπλευρος· ~ετία, ~ήμερο, δεκάλιτρο, δεκάωρο. || δέκαθλο, δεκαθλητής. 2. χρησιμοποιείται για το σχηματισμό των απόλυτων αριθμητικών από το ~τρία ως και το ~εννέα.
[1: λόγ. < αρχ. δέκ(α) ως α' συνθ.: αρχ. δεκα-ετής, δεκά-κλινος `αίθουσα συμποσίων με δέκα ανάκλιντρα΄· 2: αρχ. δεκα-: αρχ. δεκα-τρεῖς]