Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δαύτος -η -ο [δáftos] αντων. προσ. (βλ. Ε3) : (προφ., λαϊκότρ.) αυτός (πάντοτε εμπρόθετα σε αιτ., με λειτουργία ουσιαστικού): Δε με χώριζε τίποτε με δαύτον. || (συχνά μειωτ.): Tόσα χρόνια δεν είδα προκοπή από δαύτους. Tι περιμένεις από δαύτον; Tι δουλειά έχεις εσύ με δαύτες;
[μσν. δαύτος < εδαύτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < έδ(ε) `να!΄ (< αρχ. ἴδε) + αύτος (συμφυρ. αρχ. αὐτός + αρχ. οyτος)]