Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δαμάζω
1 item total
δαμάζω [δamázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. υποβάλλω ένα άγριο ζώο σε ειδική εκπαίδευση, έτσι ώστε να μάθει να υπακούει στις εντολές μου: Ο θηριοδαμαστής δάμασε τα λιοντάρια. Ο Aλέξανδρος κατάφερε να δαμάσει το Bουκεφάλα. || (επέκτ.): H δασκάλα προσπάθησε άδικα να δαμάσει τα μικρά θηρία, τους ατίθασους μαθητές. 2. (μτφ.) α. καταφέρνω να υποτάξω στη θέληση, να συγκρατήσω ή να ελέγξω δυνάμεις που θεωρούνται ανεξέλεγκτες όπως: α1. τα στοιχεία της φύσης: Ο άνθρωπος κατάφερε να δαμάσει τον άνεμο. α2. ένστικτα ή ισχυρά συναισθήματα: ~ τα πάθη / την οργή / το θυμό μου. β. καταφέρνω να κάνω κτ. κτήμα μου, να το θέσω υπό τον έλεγχό μου: Πώς μπορεί κανείς σήμερα να δαμάσει το πλήθος των επιστημονικών γνώσεων;

[λόγ. < αρχ. δαμάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go