Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γνοιάζομαι
1 item total
γνοιάζομαιnázome] Ρ2.1β : (λαϊκότρ.) νοιάζομαι.

[μσν. γνοιάζομαι < συμφυρ. εννοιάζομαι + γνώθω `γνωρίζω, μαθαίνω΄ (< αρχ. γιγνώσκω με βάση το συνοπτ. θ. γνωσ- κατά το σχ.: κλωσ- (έκλωσα) - κλώθω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go