Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γλυκάδι
1 item total
γλυκάδι το [γlikáδi] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) το ξίδι. 2. (συνήθ. πληθ.) σε σφάγια, διάφοροι αδένες και κυρίως οι αδένες του παγκρέατος και του λαιμού.

[μσν. γλυκάδιν < ελνστ. γλυκάδιον υποκορ. του αρχ. επιθ. γλυκύς (ευφ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go