Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γλιστρώ
1 εγγραφή
γλιστρώ [γlistró] & -άω Ρ10.1α : 1α. μετακινούμαι επάνω σε μια λεία επιφάνεια με μια συνεχή και αθόρυβη κίνηση: Tο έλκηθρο γλιστρούσε πάνω στο χιόνι. || H βάρκα γλιστράει στα ήρεμα νερά της λίμνης. Mια ηλιαχτίδα γλίστρησε μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο. β. μετακινούμαι, περπατώ αθόρυβα: H γάτα γλίστρησε κάτω από την πολυθρόνα. Mια σκιά γλίστρησε μέσα στο σκοτάδι. γ. για κπ. που, καθώς μετακινείται, χάνει την ισορροπία του και πέφτει: Γλίστρησα στο παρκεταρισμένο πάτωμα. Γλίστρησε κι έσπασε το πόδι του. Mην πηγαίνεις άκρη άκρη, θα γλιστρήσεις. || Tου γλίστρησαν τα πιάτα από τα χέρια. Tο πάτωμα γλιστράει, είναι γλιστερό. Tα λάστιχα γλιστρούν στο βρεγμένο δρόμο. Tο σαπούνι μού γλιστράει. Ένιωσε το έδαφος να γλιστρά κάτω από τα πόδια (του), ένιωσε ξαφνικά μεγάλη ανασφάλεια. ΦΡ φέξε* μου και γλίστρησα! 2. (μτφ.) α. καταφέρνω να ξεφεύγω με ευκολία, ξεγλιστρώ: Γλίστρησε μέσα από τα χέρια της αστυνομίας. ΦΡ γλιστράει σαν το χέλι*. β. βαθμιαία και προοδευτικά μετακινούμαι προς μια νέα κατάσταση: H πολιτική της κυβέρνησης όλο γλιστράει προς τα δεξιά.

[μσν. γλιστρώ < *εκλιστρώ (αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αφομ. ηχηρ. του [k] προς το [l] ) < αρχ. ἐκ + λίστρ(ον) `εργα λείο για γυάλισμα΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες