Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γλέντι
1 item total
γλέντι το [γléndi] Ο44 : διασκέδαση ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς με φαγοπότι, χορό και τραγούδια: Έφαγε τα λεφτά του στα χαρτιά και στα γλέντια. Tώρα που άναψε το ~ θα φύγεις; Kάναμε ένα ~ χθες βράδυ που άφησε εποχή. Tρικούβερτο ~. || (ειρ.): Tώρα θα αρχίσει το ~, για μεγάλη φασαρία. γλεντάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. eğlenti (-ntí) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και μετακ. του τόνου από συσχετισμό προς τη λ. γλεντώ (κατά το σχ.: κυνηγώ - κυνήγι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go