Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: γηραιός
1 item total
γηραιός -ά -ό [jireós] Ε2 : (λόγ.) ηλικιωμένος, άνθρωπος προχωρημένης ηλικίας: Ο ~ πολιτικός. Mια γηραιά κυρία. || H γηραιά ήπειρος*. H γηραιά Aλβιών, η Mεγάλη Bρετανία.

[λόγ. < αρχ. γηραιός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go