Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- γαϊτάνι το [γaitáni] Ο44 : λεπτό, συνήθ. μεταξωτό, κορδόνι που σε παλαιότερες εποχές στόλιζε τα τελειώματα των ρούχων: Tη βρήκαν κι έπλεκε ολόχρυσο ~. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα με χρυσά γαϊτάνια στα μανίκια. || Φρύδια σαν ~, λεπτά και καλοσχεδιασμένα. ΦΡ το πήρε / το πάει σκοινί* ~· ΣYN ΦΡ το πήρε / το πάει σκοινί κορδόνι.
[μσν. γαϊτά νιν υποκορ. του ελνστ. *γαϊταν(όν) -ι(ο)ν (πρβ. ελνστ. γαϊετανόν, ίσως παρετυμ. προς την πόλη Caieta, Gaeta) < αραβ. hītan (πρβ. τουρκ. gaytan)]



