Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαρ
29 εγγραφές [1 - 10]
γαρ [γár] σύνδ. : (λόγ.) κυρίως σε παρενθετικό λόγο και συνήθ. ειρωνικά προκειμένου να ερμηνεύσει ο ομιλητής πράξη, συμπεριφορά, κατάσταση που έχει προαναφερθεί: Aντέδρασαν με κραυγές και ουρλιαχτά - απαίδευτοι ~.

[λόγ. < αρχ. γάρ]

γαργάλεμα το [γarγálema] Ο49 : (προφ.) γαργάλημα.

[γαργαλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

γαργαλεύω [γarγalévo] -ομαι Ρ5.2 : (προφ.) γαργαλώ.

[γαργαλ(ώ) μεταπλ. -εύω]

γαργάλημα το [γarγálima] Ο49 : η ενέργεια του γαργαλώ· γαργαλητό.

[γαργαλη- (γαργαλώ) -μα]

γαργαλητό το [γarγalitó] Ο38 : γαργάλημα.

[γαργαλ(ώ) -ητό]

γαργαλίζω [γarγalízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) γαργαλώ.

[αρχ. γαργαλίζω]

γαργαλιστικός -ή -ό [γarγalistikós] Ε1 : που γαργαλάει, που διεγείρει την επιθυμία, την όρεξη για κτ.: Γαργαλιστική μυρωδιά. Γαργαλιστικό φαΐ. || Tου αρέσουν τα γαργαλιστικά αναγνώσματα, τα προκλητικά, αυτά που διεγείρουν.

[λόγ. γαργαλ(ώ) -ιστικός μτφρδ. γαλλ. titillant]

γαργαλώ [γarγaló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1. με ελαφρές και γρήγορες κινήσεις των δαχτύλων επάνω στο δέρμα ερεθίζω ευαίσθητες περιοχές του σώματος (μασχάλες, πατούσες κτλ.) και προκαλώ αθέλητο γέλιο: Γαργαλιέται πολύ εύκολα. Γαργάλησέ με να γελάσω, για άνοστο αστείο. || (επέκτ., ενεργ.) αισθάνομαι φαγούρα ή ελαφρό ερεθισμό σε κάποιο σημείο του σώματος: Mε γαργαλάει ο λαιμός μου. 2. (μτφ., ενεργ.) α. διεγείρω ελαφρά μια αίσθηση ή ένα αισθητήριο όργανο: H μυρωδιά του ζεστού φαγητού τού γαργαλούσε τα ρουθούνια. β. (οικ.) αισθάνομαι έντονη επιθυμία για κτ.: Tον γαργαλάει η ιδέα να τους σκαρώσει ένα αστείο.

[μσν. γαργαλώ < αρχ. γαργαλ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. γαργαλισ-]

γαργάρα η [γarγára] Ο25α : πλύση του στόματος και του λάρυγγα που γίνεται για θεραπευτικούς σκοπούς με φάρμακο, αφέψημα ή ειδικό διάλυμα: Kάνω ~ με χαμομήλι / με αλατόνερο. || το διάλυμα που χρησιμοποιείται για γαργάρα.

[ελνστ. *γαργάρα (πρβ. ελνστ. γαργαριστέον `πρέπει να γίνει γαργάρα΄, μσν. γάργαρος `η σταφυλή της υπερώας΄) ηχομιμ. (προφ. [gargar] )]

γαργαρίζω [γarγarízo] Ρ2.1α : (λογοτ.) για τον ήχο που κάνει το τρεχούμενο νερό· κελαρύζω.

[ελνστ. γαργαρίζω `κάνω γαργάρα΄ (δες στο γαργάρα)]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες