Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γάλα
41 εγγραφές [1 - 10]
γάλα το [γála] Ο48 γεν. και γάλακτος : 1. παχύρρευστο υγρό, άσπρο ή ελαφρά κίτρινο, που εκκρίνεται από τους μαστούς της γυναίκας και των άλλων θηλυκών θηλαστικών μετά τον τοκετό: Tο μητρικό ~ είναι αναντικατάστατο. Πρόβειο / κατσικίσιο / αγελαδινό ~. Πλήρες / αποβουτυρωμένο / ολόπαχο ~. ~ φρέσκο / εβαπορέ. ~ σκόνη*. ~ του κουτιού, βιομηχανικά συμπυκνωμένο. Ξίνισε το ~. Πίνει πάντα καφέ με ~. (έκφρ.) κατεβάζω* ~. || Aρνάκι / μοσχαράκι / γουρουνάκι του γάλακτος, πολύ μικρό, που ακόμα θηλάζει (συνήθ. για σφάγιο). Bιομηχανία γάλακτος. Kρέμα γάλακτος. Σοκολάτα γάλακτος. || Είναι άσπρη σαν το ~, για γυναίκα με πολύ λευκό δέρμα. ΦΡ και του πουλιού το ~, για μεγάλη ποικιλία και αφθονία φαγητών και ποτών. το στόμα του μυρίζει ~, για κπ. πολύ νέο και άπειρο. μέλι* ~. σαν τη μύγα μες στο ~, για κπ. ή για κτ. που φαίνεται αταίριαστο, που ξεχωρίζει έντονα μέσα σε ένα σύνολο. ΠAΡ Όποιος καεί / κάηκε στο ~ / στο χυλό / στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι*. 2. ο γαλακτώδης χυμός διάφορων φυτών: ~ συκιάς / καρύδας. γαλατάκι το YΠΟKΟΡ. 1. Πιες το ~ σου, παιδί μου, και ύστερα θα βγεις να παίξεις. 2. γάλα σε συσκευασία που αντιστοιχεί στην ποσότητα που βάζει συνήθ. κάποιος στον καφέ του: Πίνει τον καφέ του με δύο γαλατάκια.

[αρχ. γάλα]

γαλάζιος -α -ο [γalázjos] Ε4 : 1. που έχει το χρώμα του ανέφελου ουρανού· (πρβ. γαλανός): ~ ουρανός. Γαλάζια θάλασσα. Γαλάζιο φως / χρώμα. Γαλάζιο φόρεμα. 2. (ως ουσ.) α. το γαλάζιο, το γαλάζιο χρώμα. β. τα γαλάζια, για ρούχα με γαλάζιο χρώμα: Tα γαλάζια δε σου πάνε καθόλου. Ήρθε ντυμένη στα γαλάζια. γ. (ιστ.) οι Γαλάζιοι, αρματηλάτες του βυζαντινού ιπποδρόμου, οι οπαδοί τους και η αντίστοιχη πολιτική φατρία· οι Bένετοι.

[ελνστ. κάλαϊς (πολύτιμος λίθος, `τουρκουάζ΄, πρβ. ελνστ. καλάϊνος `γαλαζοπράσινος΄) > ρ. *καλαΐζω, μεε. *καλαΐζων > μσν. γαλαΐζων ( [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [ton-k > toŋg > γ] ) > *γαλαΐζος (εξομάλ. -ων > -ος, πρβ. γέρων > γέρος) > *γαλάιζος (τροπή του [i] σε ημίφ. για αποφυγή της χασμ.) > μσν. γαλάζιος (μετάθ. του ημιφ.: [aιzo > azιo] ) (πρβ. γαλανός)]

γαλαζοαίματος -η -ο [γalazoématos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) με ειρωνική χροιά, για κπ. που έχει βασιλική, αριστοκρατική καταγωγή, επειδή θεωρείται ότι το αίμα στις φλέβες του δεν είναι κόκκινο αλλά γαλάζιο.

[λόγ. γαλάζ(ιος) -ο- + αιματ- (αίμα) -ος μτφρδ. γαλλ. sang-bleu ή αγγλ. blue blood (από τα ισπαν.)]

γαλαζόπετρα η [γalazópetra] Ο27α : ο θειικός χαλκός. || διάλυμα θειικού χαλκού για το ράντισμα των αμπελιών κατά του περονόσπορου.

[γαλάζ(ιος) -ο- + πέτρα]

γαλαζοπράσινος -η -ο [γalazoprásinos] Ε5 : που προέρχεται από την ανάμειξη του γαλάζιου και του πράσινου, που βρίσκεται ανάμεσα στο γαλάζιο και στο πράσινο: Γαλαζοπράσινα μάτια. Γαλαζοπράσινα νερά.

[γαλάζ(ιος) -ο- + πράσινος]

γαλαθηνός -ή -ό [γalaθinós] Ε1 : (λόγ.) για παιδί ή μικρό θηλαστικό ζώο που ακόμη θηλάζει.

[λόγ. < αρχ. γαλαθηνός]

γαλακτερός -ή -ό [γalakterós] Ε1 : 1. που αποδίδει γάλα: Γαλακτερή αγελάδα, γαλατερή. 2. που περιέχει γάλα. || (ως ουσ.) τα γαλακτερά, τα παράγωγα του γάλακτος, ό,τι γίνεται με βάση το γάλα (τυρί, βούτυρο, γιαούρτι κτλ.): Ο γιατρός τού απαγόρεψε τα γαλακτερά. Tρέφεται μόνο με γαλακτερά. 3. (για φυτά) που έχει γαλακτώδη χυμό.

[λόγ. επίδρ. στη λ. γαλατερός (κατά το λόγ. θ. γαλακτ- της λ. γάλα)]

γαλακτικός -ή -ό [γalaktikós] Ε1 : που είναι σχετικός με το γάλα. || (χημ.) γαλακτική ζύμωση, μετατροπή σακχάρων σε γαλακτικό οξύ. γαλακτικό οξύ, οργανική ένωση που περιέχεται σε ορισμένους φυτικούς χυμούς, στο αίμα και στους ζωικούς ιστούς των ζώων και του ανθρώπου.

[λόγ. γαλακτ- (θ. του ουσ. γάλα) -ικός (πρβ. ελνστ. γαλακτικός `γαλατένιος΄)]

γαλακτο- [γalakto] & γαλακτό- [γalaktó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γαλακτ- [γalakt], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. γάλα με τη λόγια μορφή του θέματός του ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. γαλατο-)· δηλώνει ότι: 1. αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στο γάλα ή προέρχεται από αυτό: γαλακτόχρωμος, ~βούτυρο. β. έχει ως κύριο συστατικό του το γάλα, περιέχει γάλα: ~μπούρεκο, γαλακτούχος. 2. η ενέργεια, η δραστηριότητα ή η διαδικασία που εκφράζει το β' συνθετικό έχει ως αντικείμενο το γάλα ή γενικά προϊόντα που παράγονται από το γάλα: ~φαγία, ~παραγωγή, ~κομία, ~βιομηχανία. 3. (επιστ.) αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. (χημ.) περιέχεται στο γάλα: ~σάκχαρο. β. (ιατρ.) αναφέρεται στους γαλακτοπαραγωγούς αδένες της γυναίκας και γενικά στη λειτουργία τους: ~κήλη, γαλακτόρροια· ~γόνος. || με αναφορά στην παρουσία λίπους σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~αιμία.

[λόγ. < αρχ. γαλακτ- θ. γαλακτ- του ουσ. γάλα -ο- ως α' συνθ.: αρχ. γαλακτο-ποσία `το να πίνει κάποιος γάλα΄, ελνστ. γαλακτο-φάγος `που τρέφεται με γάλα΄ & λόγ. επίδρ. στο γαλατο-: γαλακτο-μπούρεκο & λόγ. < διεθ. galact(o)- < αρχ. γαλακτ(ο)-: γαλακτό-ρροια < νλατ. galactorrhoea]

γαλακτοβιομηχανία η [γalaktoviomixanía] Ο25 : βιομηχανία επεξεργασίας γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων.

[λόγ. γαλακτο- + βιομηχανία]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες