Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- βύθιση η [víθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βυθίζω: ~ ενός σώματος σε υγρό. Ο τορπιλισμός του πλοίου είχε ως αποτέλεσμα τη βύθισή του μέσα σε διάστημα δέκα λεπτών.
[λόγ. βυθι- (βυθίζω) -σις > -ση (πρβ. λαϊκό βύθιση `βύθος΄)]



