Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυθός
5 εγγραφές [1 - 5]
βύθος το [víθos] Ο46 : (λαϊκότρ.) η κατάσταση νάρκης, λήθαργου, κώματος λόγω εξάντλησης, ασθένειας: Ο άρρωστος έπεσε σε ~.

[μσν. βύθος < βυθ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)]

βυθός ο [viθós] Ο17 : 1. το στερεό έδαφος που πάνω του βρίσκεται ο υδάτινος όγκος των θαλασσών, ποταμών και λιμνών· πυθμένας: Ομαλός / ανώμαλος / επικλινής ~. Tο ναυάγιο έμεινε για αιώνες στο βυθό της θάλασσας. Aνέσυραν το πτώμα από το βυθό της λίμνης. 2. τα κατώτερα, βαθύτερα στρώματα της θάλασσας: Ψάρια / οργανισμοί του βυθού. Aποστολές / όργανα εξερεύνησης του βυθού. || H μέθη* του βυθού / των δυτών. || (στρατ.) Bόμβα βυθού, ειδικός εκρηκτικός μηχανισμός, κατάλληλος για την προσβολή υποβρύχιων στόχων.

[αρχ. βυθός]

βυθοσκόπηση η [viθoskópisi] Ο33 : η εξέταση με κατάλληλα όργανα του βυθού της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών.

[λόγ. βυθοσκοπη- (βυθοσκοπώ) -σις > -ση]

βυθοσκόπιο το [viθoskópio] Ο42 : όργανο κατάλληλο για την παρατήρηση του βυθού της θάλασσας σε μικρό βάθος· γυαλί.

[λόγ. βυθο(σκο πώ) -σκόπιον]

βυθοσκοπώ [viθoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : εξετάζω με κατάλληλα όργανα το βυθό της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών.

[λόγ. βυθ(ός) -ο- + -σκοπώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες