Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βρυχιέμαι [vrixéme] Ρ10.1β & βρυχώμαι [vrixóme] Ρ11 : 1. (για άγριο ζώο και ιδ. για λιοντάρι) βγάζω δυνατή κραυγή, μουγκρίζω: Όταν βρυχιέται το λιοντάρι τα άλλα ζώα σιωπούν. 2. (μτφ.) βγάζω ήχο όμοιο με μούγκρισμα άγριων θηρίων: Tην ώρα που βρυχιούνται τα κανόνια.
[αρχ. βρυχ(ῶμαι) μεταπλ. -ιέμαι· λόγ. < αρχ. βρυχῶμαι]



