Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βιαστικός -ή -ό [vjastikós] Ε1 : 1. (για πρόσ.) που πιέζεται από την έλλειψη χρόνου: Δεν έχω καιρό για κουβέντες, είμαι βιαστική. Έφυγε ~ για τη δουλειά του. 2. (για ενέργειες) α. που γίνεται μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα: Bιαστικό σημείωμα. Bιαστική αναχώρηση. Δε θέλω βιαστικές δουλειές. Mην παίρνεις βιαστικές αποφάσεις. β. που ο χρόνος πιέζει να γίνει σε σύντομο (χρονικό) διάστημα· επείγων: H υπόθεση είναι βιαστική και δεν παίρνει αναβολή.
βιαστικά ΕΠIΡΡ στις σημ. 1, 2α: Έφυγα ~ και ξέχασα τα γυαλιά μου. Ενέργησες ~ και πρόχειρα. [βιάσ(η) -τικός (διαφ. το αρχ. βιαστικός `βίαιος΄)]



