Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιλοκερδής
1 εγγραφή
αφιλοκερδής -ής -ές [afilokerδís] Ε10 & αφιλόκερδος -η -ο [afilókerδos] Ε5 : που δε δείχνει ιδιαίτερο ζήλο για την απόκτηση κέρδους ή που το πρωταρχικό του κίνητρο δεν είναι το κέρδος: ~ πολιτικός / συμπαραστάτης. ~ βοήθεια. ANT φιλοκερδής. αφιλοκερδώς ΕΠIΡΡ: Mας βοήθησε ~.

[λόγ. α- 1 φιλοκερδής· προσαρμ. στη δημοτ. με μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. -ος και μετακ. του τόνου κατά τα στερ. με α- 1· λόγ. αφιλοκερδ(ής) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες