Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοφαγία
1 item total
αυτοφαγία η [aftofajía] Ο25 : (βιολ.) η διατήρηση στη ζωή ενός ζωικού οργανισμού με την κατανάλωση ουσιών που περιέχονται στους ιστούς του.

[λόγ. < γαλλ. autophagie < ελνστ. αὐτοφάγ(ος) `που κατασπαράζει τον εαυτό του΄ -ie = -ία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go