Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αυτοφαγία η [aftofajía] Ο25 : (βιολ.) η διατήρηση στη ζωή ενός ζωικού οργανισμού με την κατανάλωση ουσιών που περιέχονται στους ιστούς του.
[λόγ. < γαλλ. autophagie < ελνστ. αὐτοφάγ(ος) `που κατασπαράζει τον εαυτό του΄ -ie = -ία]



