Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτουργός
1 εγγραφή
αυτουργός ο [afturγós] Ο17 θηλ. αυτουργός [afturγós] Ο34 : (νομ.) αυτός που εκτέλεσε ο ίδιος μια αξιόποινη πράξη: Ο ~ ενός εγκλήματος / μιας κλοπής / μιας απάτης. Φυσικός ~, που αυτοπροσώπως εκτέλεσε ένα αδίκημα. Hθικός ~, που παρακίνησε κπ. στην εκτέλεση αδικήματος.

[λόγ. < αρχ. αὐτουργός `που ενεργεί ο ίδιος΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. αυτουργία· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες