Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αυτοκινούμενος -η -ο [aftokinúmenos] Ε5 : που έχει αυτονομία κινήσεων: Aυτοκινούμενο πυροβόλο.
[λόγ. αυτο- + κινούμενος μπε. του κινώ μτφρδ. αγγλ. automotive (auto- = αυτο-) (πρβ. ελνστ. αὐτοκινῶ `έχω την αρχή της κίνησης στον εαυτό μου΄)]