Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοκινούμενος
1 item total
αυτοκινούμενος -η -ο [aftokinúmenos] Ε5 : που έχει αυτονομία κινήσεων: Aυτοκινούμενο πυροβόλο.

[λόγ. αυτο- + κινούμενος μπε. του κινώ μτφρδ. αγγλ. automotive (auto- = αυτο-) (πρβ. ελνστ. αὐτοκινῶ `έχω την αρχή της κίνησης στον εαυτό μου΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go