Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ατύχημα
1 item total
ατύχημα το [atíxima] Ο49 : α.δυσάρεστο γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα υλική ζημιά, τραυματισμό κτλ.: Εργατικό* ~. Είχα ένα μικρό ~ στο δρόμο γι΄ αυτό άργησα. β. δυσάρεστο γεγονός που συμβαίνει σε κπ. με τρόπο λίγο ή πολύ τυχαίο: Είχε το ~ να χάσει τους γονείς του, ατυχία.

[λόγ. < ελνστ. ἀτύχημα, αρχ. σημ.: `λάθος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go