Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατελώνιστος -η -ο [atelónistos] Ε5 : (για εμπορεύματα κτλ.) α. που δεν τον εκτελώνισαν, που δεν τον πέρασαν ακόμα από το νόμιμο έλεγχο του τελωνείου για να φορολογηθεί. ANT εκτελωνισμένος: H απεργία των τελωνειακών συνεχίζεται ενώ χιλιάδες είδη παραμένουν ατελώνιστα στις αποθήκες. β. (σπάν.) που εισάγεται ή εξάγεται ατελώς ή λαθραία.
[λόγ. α- 1 τελωνισ- (τελωνίζω < τελών(ης) -ίζω) -τος (πρβ. ελνστ. ἀτελώνητος ίδ. σημ.)]



