Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αταξινόμητος
1 εγγραφή
αταξινόμητος -η -ο [ataksinómitos] Ε5 : ANT ταξινομημένος. α. που δεν τον ταξινόμησαν, δεν τον κατέταξαν κατά μια ορισμένη σειρά ή σύστημα: Aταξινόμητα βιβλία. Aταξινόμητο αρχείο. β. που δεν τον έχουν εντάξει ή δεν μπορούν να τον εντάξουν σε ένα συγκεκριμένο σύστημα ταξινόμησης: Mερικά σπάνια είδη φυτών παραμένουν αταξινόμητα.

[λόγ. α- 1 ταξινομη- (ταξινομώ) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες