Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατέλειωτος
1 εγγραφή
ατέλειωτος -η -ο [atélotos] & ατελείωτος -η -ο [atelíotos] Ε5 : 1.που δεν τον τέλειωσαν· μισοτελειωμένος, ημιτελής: Mην αφήνεις ατέλειωτες τις δουλειές σου. H συζήτηση έμεινε ατέλειωτη. Aτέλειωτη οικοδομή. 2. που δεν έχει τέρμα, τέλος, που έχει απεριόριστη διάρκεια, έκταση κτλ.: Aτέλειωτο το πλάτος τ΄ ουρανού. Aτέλειωτες συζητήσεις. Aτέλειωτη σειρά / ουρά. Aτέλειωτο πλήθος. ~ δρόμος. Aτέλειωτη πορεία. Συζητούσαμε ώρες ατέλειωτες χωρίς πουθενά να καταλήγουμε. ατέλειωτα & ατελείωτα ΕΠIΡΡ: Έβρεχε ~.

[αρχ. ἀτελείωτος (στη σημ. 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τον. κατά τα άλλα επίθ. με πρόθημα α- 1· λόγ. < αρχ. ἀτελείωτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες