Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασκημάδα η [askimáδa] & ασχημάδα η [as
imáδa] Ο26 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ασχήμια ή ασχημία. [μσν. ασχημάδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < άσχημ(ος) -άδα· λόγ. επίδρ.]