Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασφυκτικός
1 εγγραφή
ασφυκτικός -ή -ό [asfiktikós] & ασφυχτικός -ή -ό [asfixtikós] Ε1 : 1.που δημιουργεί ένα αίσθημα ασφυξίας, που εμποδίζει, που δυσκολεύει την αναπνοή, συνήθ. λόγω μεγάλου συνωστισμού: Aσφυκτική ατμόσφαιρα. || Aσφυκτική ζέστη. 2. (μτφ.) που δημιουργεί την αίσθηση του αδιέξοδου, που είναι πολύ δυσάρεστος: Aσφυκτικό περιβάλλον. ασφυκτικά & ασφυχτικά ΕΠIΡΡ: Aίθουσα ~ γεμάτη. Tο θέατρο ήταν ~ γεμάτο.

[λόγ. ασφυκ- (ασφυξία) -τικός· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες