Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασφαλισμένος
1 item total
ασφαλισμένος -η -ο [asfalizménos] Ε3 μππ. του ασφαλίζω : 1α.που τον έχουν τοποθετήσει σε μέρος ασφαλές: Tα κοσμήματα είναι ασφαλισμένα στο χρηματοκιβώτιο. β. που τον έχουν κλείσει πολύ καλά για να τον προστατεύσουν. 2α. που έχει συνάψει ασφάλειαIIα, ώστε σε περίπτωση συγκεκριμένης βλάβης να εισπράξει τη συμφωνημένη αποζημίωση: Δυστυχώς το μαγαζί που κάηκε δεν ήταν ασφαλισμένο, ήταν ανασφάλιστο. β. (ως ουσ.) ο ασφαλισμένος, αυτός που είναι ενταγμένος σε κάποιο ασφαλιστικό ταμείο για την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και σύνταξης: H κλινική δέχεται ασφαλισμένους του IKA.

[λόγ. μππ. του ασφαλίζω2 & σημδ. γαλλ. assuré (ουσ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go