Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυντήρητος -η -ο [asindíritos] Ε5 : που δεν τον έχουν συντηρήσει. α. για κτ. που δεν το έχουν προστατεύσει από τη φθορά ή από την αλλοίωση, που το έχουν αφήσει αφρόντιστο και απεριποίητο. ANT συντηρημένος: Aσυντήρητο σπίτι / αυτοκίνητο. β. για κπ. στον οποίο δεν έχουν εξασφαλιστεί τα απαραίτητα υλικά μέσα για να ζήσει.
ασυντήρητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 συντηρη- (συντηρώ) -τος (διαφ. το μσν. ασυντήρητος `ανακριβής΄)]