Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ασυμφιλίωτος -η -ο [asimfilíotos] Ε5 : που δε συμφιλιώθηκε ή που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με κπ. ή με κτ.: Είναι ~ με την ιδέα του θανάτου, δεν είναι συμφιλιωμένος.
ασυμφιλίωτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 συμφιλιω- (δες συμφιλιώνω) -τος]