Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασυμφιλίωτος
1 item total
ασυμφιλίωτος -η -ο [asimfilíotos] Ε5 : που δε συμφιλιώθηκε ή που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με κπ. ή με κτ.: Είναι ~ με την ιδέα του θανάτου, δεν είναι συμφιλιωμένος. ασυμφιλίωτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. α- 1 συμφιλιω- (δες συμφιλιώνω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go