Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυμμάζευτος
1 εγγραφή
ασυμμάζευτος -η -ο [asimázeftos] Ε5 : 1.για χώρο, αντικείμενα κτλ. που δεν τα έχουν συμμαζέψει, δεν τα έχουν τακτοποιήσει: Aσυμμάζευτο δωμάτιο / σπίτι. 2. (προφ.) για κπ. που δεν μπορούν να τον συμμαζέψουν, να τον περιορίσουν. ασυμμάζευτα ΕΠIΡΡ: Πάλι ~ άφησε εδώ μέσα.

[α- 1 συμμαζεύ(ω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες