Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυγκρότητος
1 εγγραφή
ασυγκρότητος -η -ο [asiŋgrótitos] Ε5 : 1.που δεν είναι συγκροτημένος, που δεν τον έχουν συγκροτήσει ή που δεν έχει συγκροτηθεί. 2. (για πρόσ.) που ως χαρακτήρας δεν έχει συγκρότηση.

[λόγ. < ελνστ. ἀσυγκρότητος, αρχ. σημ.: `ανεξάσκητοι κωπηλάτες΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες