Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αστυνομεύω [astinomévo] -ομαι Ρ5.1 : για την αστυνομία, επιτηρώ ένα χώρο με σκοπό την τήρηση της τάξεως και γενικά την εφαρμογή των διατάξεων της πολιτείας. || (επέκτ.) για πολύ αυστηρό και αντιδεοντολογικό έλεγχο.
[λόγ. αστυνόμ(ος) -εύω (πρβ. αρχ. ἀστυνομῶ `είμαι αστυνόμος΄)]