Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστρόφεγγος -η -ο [astrófeŋgos] Ε5 : (λογοτ.) που φωτίζεται από τα άστρα: Aστρόφεγγη νύχτα.
[λόγ. < ελνστ. ἀστροφεγγ(ής) μεταπλ. -ος για προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επίθ.]



