Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αστοργία η [astorjía] Ο25 : αφύσικη έλλειψη στοργής του γονέα προς τα παιδιά του: H ~ της μάνας του
|| (επέκτ.): Οι σεισμόπληκτοι είναι αγανακτισμένοι από την κυβερνητική ~.
[λόγ. < αρχ. ἀστοργία]