Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αστεροσκοπείο
1 item total
αστεροσκοπείο το [asteroskopío] Ο39 : επιστημονικό ίδρυμα στο οποίο, με τη βοήθεια ειδικών οργάνων, γίνονται παρατηρήσεις και μελέτες πάνω στα ουράνια σώματα: ~ Aθηνών / του Γκρίνουιτς. || το αντίστοιχο κτίριο: Ο θόλος του αστεροσκοπείου.

[λόγ. < ελνστ. ἀστεροσκοπ(ῶ) `παρακολουθώ τα άστρα΄ -είον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go