Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασταθής
1 εγγραφή
ασταθής -ής -ές [astaθís] Ε10 : που δεν είναι σταθερός. 1. που παρουσιάζει διαταραχή στην ισορροπία του. ANT ευσταθής: Tο βάδισμά του είναι ασταθές. Είναι ~, έχει ασταθές βάδισμα. || (φυσ.): ~ ισορροπία, η κατάσταση ενός σώματος που, όταν απομακρυνθεί από τη θέση του, δεν μπορεί να επανέλθει μόνο του στην αρχική θέση ισορροπίας. 2. που μεταβάλλεται εύκολα, που υπόκειται σε συνεχείς αλλαγές ή διακυμάνσεις: Είναι ~ χαρακτήρας, άστατος1. ~ θερμοκρασία / καιρός, άστατος2. H πορεία της οικονομίας είναι ~. Aσταθές νόμισμα, που δεν έχει σταθερή ισοτιμία.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀσταθής `όχι σταθερός΄· 2: σημδ. γαλλ. inconstant]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες