Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ασπρουλιάρης -α -ικο [aspruláris] Ε9 : (μειωτ.) α. για κπ. που έχει άσπρο, άτονο και ωχρό δέρμα. β. για κτ. που είναι άσπρο σαν ξεθωριασμένο.
[ασπρουλ(ός) -ιάρης]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[ασπρουλ(ός) -ιάρης]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |