Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασουλούπωτος
1 εγγραφή
ασουλούπωτος -η -ο [asulúpotos] Ε5 : 1.για κπ. που είναι άκομψα ντυμένος ή που έχει κακοφτιαγμένο σώμα: Είναι πολύ ασουλούπωτη αυτή η γυναίκα. Έχει ασουλούπωτο σώμα. 2. για κτ., συνήθ. για ρούχο, που είναι φαρδύ και κακοραμμένο και που δεν εφαρμόζει καλά στο σώμα. ασουλούπωτα ΕΠIΡΡ: Είναι πάντα ~ ντυμένη.

[α- 1 σουλουπώ(νω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες