Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασκούριαστος
1 item total
ασκούριαστος -η -ο [askúrjastos] Ε5 : που δε σκούριασε ή που δε σκουριάζει.

[α- 1 σκουριασ- (σκουριάζω) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go