Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασκητεύω
1 εγγραφή
ασκητεύω [askitévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α : 1.είμαι ασκητής, ζω ως ασκητής: Ο Άγιος Aντώνιος ασκήτεψε στην έρημο. 2. (μτφ.) ζω πολύ λιτά, έχοντας αποσυρθεί από την κοινωνική ζωή.

[μσν. & λόγ. < μσν. ασκητεύω (στη σημ. 1) < ασκητ(ής) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες