Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ασθενώ
1 item total
ασθενώ [asθenó] Ρ10.9α : (λόγ., επίσ.) αρρωσταίνω, είμαι άρρωστος: Όσοι ασθένησαν από ευλογιά απέκτησαν ανοσία. Aνακοινώθηκε ότι ο πρωθυπουργός ασθενεί.

[λόγ. < αρχ. ἀσθενῶ `είμαι ασθενικός΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go