Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασαράντιστος
1 εγγραφή
ασαράντιστος -η -ο [asarándistos] Ε5 : που δε σαράντισε. 1. για λεχώνα ή για βρέφος που δε συμπλήρωσε σαράντα μέρες από τον τοκετό ή που δεν έχει πάρει τη σχετική, καθορισμένη εκκλησιαστική ευχή. ANT σαραντισμένος. 2. για νεκρό που από το θάνατό του δεν έχουν συμπληρωθεί σαράντα μέρες.

[α- 1 σαραντισ- (σαραντίζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες