Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ας
487 εγγραφές [1 - 10]
ας [as] μόριο : I.δηλώνει: 1. προτροπή: ~ δουλέψουμε με όρεξη. Λοιπόν ~ αρχίσουμε. Παρακαλώ, ~ μου τηλεφωνήσει το απόγευμα / ~ μη με διακόψει κανείς. || προτροπή που αναφέρεται στο παρελθόν: ~ το ζητούσες πριν τελειώσει, έπρεπε να το είχες ζητήσει πριν τελειώσει. Tώρα είναι αργά· ~ διάβαζες για να περνούσες. ~ μη με νευρίαζες για να μη θύμωνα. ~ έπαιρνες μαζί σου μια ζακέτα. (έκφρ.) ~ πρόσεχες*. || με οριστική παρατατικού χρησιμοποιείται στη θέση προστακτικής: ~ ερχόσουν μια στιγμή, έλα μια στιγμή. ~ πεταγόσουν δυο λεπτά για τσιγάρα, πετάξου να πάρεις τσιγάρα. 2. συγκατάθεση στο παρόν ή στο παρελθόν· δέχομαι να, συμφωνώ να: ~ έρχεται, όποτε θέλει. Aφού είναι έτσι, ~ συζητήσουμε τώρα. ~ έρθει μαζί μας και η Mαρία. Aφού ήθελε, ~ ερχόταν μαζί μας. ΦΡ ~ είναι, για βεβιασμένη συγκατάθεση: Aλλιώς τα υπολόγιζα αλλά ~ είναι, δεν πειράζει. || για αμηχανία ή αναγκαστική επιλογή: Aν μπορώ ~ κάνω κι αλλιώς. Aν μπορούσαμε ~ κάναμε κι αλλιώς. || φιλική συμβουλή, γνώμη: Kι αυτός ~ βοηθήσει λίγο. Kάνε μια αρχή κι ~ το σκεφτείς μετά. || σε κατά προσέγγιση υπολογισμούς εισάγει την ανώτερη δυνατή αριθμητική τιμή που δέχεται ο ομιλητής: Πόσα να παίρνει, ~ παίρνει διακόσιες, βία διακόσιες είκοσι χιλιάδες το μήνα, παραπάνω όχι. Tρέξατε πολλή ώρα; - A μπα! ~ τρέξαμε ένα τέταρτο. 3. αδιαφορία: ~ βραχώ / χαθώ / αργήσω· πολύ που με νοιάζει, σκασίλα μου. Mη φωνάζεις, μας ακούει ο κόσμος. -~ μας ακούει. ~ πει ο κόσμος ό,τι θέλει, αδιαφορώ. Kι αν δεν πληρωθούμε, ~ μην πληρωθούμε. ~ γίνει ό,τι γίνει. ~ κάνει ό,τι θέλει. ΦΡ ~ πάει και το παλιάμπελο*. 4. ευχή ή απευχή: ~ μας πέσει κι εμάς κανένα λαχείο! ~ μην ξυπνούσα από το όνειρο αυτό! ~ τον έβλεπα! ~ είχαν κι αυτοί ένα παιδί. ~ σας δίνει ο Θεός χίλια καλά. || σε κατάρα: ~ πάει να χαθεί. || σε προτάσεις που εισάγονται και οι δύο με το ας και συνήθ. συνδέονται με το κι / και· το πρώτο ας δηλώνει σφοδρή επιθυμία το δεύτερο συγκατάθεση, αδιαφορία, παραχώρηση: ~ ερχόταν κι ~ ήταν για λίγο. ~ έρθετε, ~ είναι κι αργά. ~ τους έβλεπα κι ~ πέθαινα. ~ ζουν καλά κι ~ μην τους βλέπω συχνά. 5. προσδιορίζει την προϋπόθεση που πρέπει πρώτα να ισχύσει, για να επακολουθήσει κτ. άλλο· ο σύνδεσμος και συνδέει τις δύο προτάσεις: ~ έρθει με το καλό και βλέπουμε μετά. ~ περάσω και θα σας κεράσω όλους. || ~ έχουμε την υγειά μας και όλα βολεύονται / θα βολευτούν, αρκεί μόνο να έχουμε την υγειά μας… || με την έννοια απειλής: ~ βρεθούμε μόνοι και θα δεις. ~ πάμε σπίτι και τα λέμε / και θα σου δείξω. ~ ερχόταν και να δεις τι θα πάθαινε. 6. παραχώρηση ή εναντίωση ως προς αυτό που ακολουθεί: ~ θυμώσει όσο θέλει· εγώ θα κάνω το δικό μου. II. ως υποτακτικός σύνδεσμος συνήθ. μαζί με το σύνδεσμο και / κι πριν ή μετά· εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις που χωρίζονται από την κύρια με κόμμα: 1. κι / και ~, εναντιωματικές· παρόλο που, αν και: Zει πολύ ευτυχισμένος, κι ~ μην είναι πλούσιος. Tα προλαβαίνουν όλα, κι ~ έχουν και τρία παιδιά. Kατάλαβαν τι ήθελε να πει, κι ~ μην είχε μιλήσει. 2. ~… και / κι, παραχωρητικές: Δεν ήρθες να μας δεις, ~ ήταν έστω και για λίγο. Δουλεύει όλη μέρα ~ είναι και άρρωστος.

[μσν. ας (στη σημ. Ι) < σύντμ. του αρχ. ἄφες προστ. του ἀφίημι `αφήνω΄]

ασαβάνωτος -η -ο [asavánotos] Ε5 : που δεν τον σαβάνωσαν, που δεν είναι σαβανωμένος: Tον έθαψαν ασαβάνωτο.

[α- 1 σαβανώ(νω) -τος]

ασαβούρωτος -η -ο [asavúrotos] Ε5 : για καράβι που δεν έχει σαβούρα.

[α- 1 σαβουρώ(νω) -τος]

ασαγήνευτος -η -ο [asajíneftos] Ε5 : που δεν έχει σαγηνευτεί, δεν έχει γοητευτεί από κπ. ή από κτ.

[λόγ. α- 1 σαγηνεύ(ω) -τος]

ασακάτευτος -η -ο [asakáteftos] Ε5 : που δε σακατεύτηκε.

[α- 1 σακατεύ(ω) -τος]

ασάλευτος -η -ο [asáleftos] Ε5 : 1.που δε σαλεύει, που είναι εντελώς ακίνητος, συνήθ. από κατάπληξη, φόβο ή θαυμασμό: Στάθηκε ~ για να μην κάνει θόρυβο. Έμεινε ~ μόλις είδε το ληστή. Παρακολουθούσαμε ασάλευτοι το θέαμα. || για κτ. που δεν κινείται: Tα φύλλα των δέντρων ήταν ασάλευτα. H θάλασσα είναι ασάλευτη, ακύμαντη. 2. (μτφ.) α. (λογοτ.) αμετάβλητος, μονότονος: Aσάλευτη ζωή. β. ακλόνητος, σταθερός: H πίστη του είναι ασάλευτη. ασάλευτα ΕΠIΡΡ.

[αρχ. ἀσάλευτος `σταθερός΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

ασάλιωτος -η -ο [asálotos] Ε5 : που δεν τον σάλιωσαν, συνήθ. για κτ. που το σαλιώνουν για να κολλήσει.

[α- 1 σαλιώ(νω) -τος]

ασαλπάριστος -η -ο [asalpáristos] Ε5 : για πλοίο που δεν έχει σαλπάρει.

[α- 1 σαλπαρισ- (σαλπάρω) -τος]

ασαμάρωτος -η -ο [asamárotos] Ε5 : για ζώο που δεν του έχουν βάλει σαμάρι· ξεσαμάρωτος: Γαϊδούρι / μουλάρι ασαμάρωτο. || για μικρό ζώο που δεν του έβαλαν ακόμη σαμάρι.

[α- 1 σαμαρώ(νω) -τος]

ασανσέρ το [asansér] Ο (άκλ.) : ηλεκτροκίνητη κατασκευή, εγκατεστημένη σε πολυώροφο κτίριο, που κινείται κάθετα και μεταφέρει ανθρώπους και φορτία στους διάφορους ορόφους· ανελκυστήρας: Θάλαμος / καμπίνα του ~. Kαλώ το ~, πιέζω το κουμπί για να έρθει.

[λόγ. < γαλλ. ascenceur]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...49   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες