Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχύτερα
1 εγγραφή
αρχύτερα [arxítera] επιρρ. χρον. : (λαϊκότρ.) νωρίτερα, συνήθ. στην έκφραση μιαν ώρα ~, όσο γίνεται πιο γρήγορα: Θέλω να φύγω από δω μιαν ώρα ~. Nα πεθάνω μιαν ώρα ~, να ησυχάσω.

[μσν. αρχύτεραν < αρχ(ή) επίρρ. -ύτερα(ν) κατά το μσν. *ταχύτερα (< αρχ. συγκρ. ταχύτερον)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες