Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχοντογυναίκα
1 item total
αρχοντογυναίκα η [arxondojinéka] Ο25 : γυναίκα με αρχοντιά, με ευγένεια, με αξιοπρέπεια και συνήθ. με επιβλητική εμφάνιση.

[αρχοντο- + γυναίκα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go