Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχοντάρης
1 item total
αρχοντάρης ο [arxondáris] Ο11 : μοναχός που είναι επιφορτισμένος με την υποδοχή και με τη φιλοξενία των επισκεπτών του μοναστηριού.

[μσν. *αρχοντάρης (πρβ. μσν. αρχονταρίκι) < άρχοντ(ας) -άρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go