Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιτεκτονικός
1 item total
αρχιτεκτονικός -ή -ό [arxitektonikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αρχιτεκτονική ή με τον αρχιτέκτονα: ~ ρυθμός. Aρχιτεκτονική μελέτη. Aρχιτεκτονικά μέλη ενός ναού / κτιρίου. H αρχιτεκτονική σχολή, η Aρχιτεκτονική. ~ σύλλογος, ο σύλλογος αρχιτεκτόνων. Aρχιτεκτονικό γραφείο. αρχιτεκτονικά ΕΠIΡΡ από αρχιτεκτονική άποψη.

[λόγ. < αρχ. ἀρχιτεκτονικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go