Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχιμουσικός
1 εγγραφή
αρχιμουσικός ο [arximusikós] Ο17 : διευθυντής ορχήστρας ή φιλαρμονικής.

[λόγ. αρχι- + μουσικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες