Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχιερατεία
1 item total
αρχιερατεία η [arxieratía] Ο25 : το αξίωμα του αρχιερέα και η χρονική περίοδος κατά την οποία είναι αρχιερέας.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχιερατεία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go