Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιερέας ο [arxieréas] Ο21 : α.γενική ονομασία ανώτατων κληρικών της ορθόδοξης εκκλησίας. β. (ιστ.) στους Iουδαίους και σε άλλους αρχαίους λαούς, ο επικεφαλής των ιερέων.
[λόγ. < αρχ. ἀρχιερεύς, αιτ. -έα]